- ψυχοδιαγνωστικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην διάγνωση τών ψυχικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχοδιαγνωστική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + διαγνωστικός (< διαγιγνώσκω). Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. psychodiagnostique].
Dictionary of Greek. 2013.